φουλαριστός

φουλαριστός
-ή, -ό
επίρρ.
1. πλήρης, γεμάτος, κατάμεστος, φουλ: Το βαρέλι ήταν φουλαριστό με κρασί.
2. αυτός που πηγαίνει πολύ γρήγορα, που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα: Πέρασε ένα αυτοκίνητο φουλαριστό για Θεσσαλονίκη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φουλαριστός — ή, ό, Ν 1. με όλη τη δύναμη, με όλη τη δυνατή ταχύτητα («έτρεχε φουλαριστός») 2. υπερπλήρης, γεμάτος ώς επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουλάρω + κατάλ. ιστός τών ρηματ. επιθ. από ρ. σε ίζω (πρβλ. λαχταρ ιστός)] …   Dictionary of Greek

  • ντεκουπαριστός — ή, ό (φωτογρ. τυπογρ.) (σχετικά με εικόνα ή τμήμα της) αυτός που έχει αποχωριστεί από το φόντο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντεκουπάρω, κατά τα επίθ. σε ιστός από ρ. σε ίζω (πρβλ. φουλάρω: φουλαριστός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”